- πανηγυρίζεται
- πανηγυρίζωcelebratepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek